ὀβελισμός

ὀβελισμός
ὀβελισμός, , Bezeichnung mit einem Spieße, als Andeutung, daß eine Stelle unecht sei

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀβελισμός — marking with the obelus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελισμός — ο (Α ὀβελισμός) [οβελίζω] σημείωση με οβελό στο άκρο χειρογράφου ως επισήμανση μη γνησιότητας μιας λέξης ή ενός χωρίου νεοελλ. σούβλισμα, πέρασμα σφαγμένου ζώου στη σούβλα για ψήσιμο …   Dictionary of Greek

  • οβελισμός — ο σημάδεμα στο περιθώριο χειρόγραφου με οριζόντια γραμμή (οβελό), ότι το τμήμα αυτό του κειμένου είναι νόθο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀβελισμοῦ — ὀβελισμός marking with the obelus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελισμούς — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελισμόν — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”